εξυγιαντικός

εξυγιαντικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται ή συμβάλλει στην εξυγίανση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εξυγιαντικός — ή, ό επίρρ. ά που γίνεται για εξυγίανση, που συντελεί σ αυτή: Εξυγιαντικά μέτρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”